- οφιοκέφαλος
- (ophiocephalus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των οφιακεφαλιδών. Είναι ψάρια των γλυκών νερών της τροπικής Ασίας και της Αφρικής.
* * *-η, -ο (ΑΜ ὀφιοκέφαλος, -ον)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο οφιοκέφαλοςζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών τών γλυκών νερών τής τροπικής Αφρικής και τής νοτιοανατολικής Ασίας που το κεφάλι τους μοιάζει με κεφάλι φιδιούμσν.-αρχ.αυτός που έχει κεφάλι φιδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κέφαλος (< κεφαλή). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. ophiocephalus) και μαρτυρείται από το 1840 στον Ιω. Βούρο].
Dictionary of Greek. 2013.